- εκδορά
- η1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο.2. επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα, γρατσούνισμα, αμυχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐκδορά — ἐκδορά̱ , ἐκδορά stripping off fem nom/voc/acc dual ἐκδορά̱ , ἐκδορά stripping off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδορά — η (Α ἐκδορά) νεοελλ. επιπόλαιο τραύμα τής επιδερμίδας, ξέγδαρμα αρχ. 1. αφαίρεση τού δέρματος, γδάρσιμο 2. γεν. αφαίρεση … Dictionary of Greek
ἐκδοράν — ἐκδορά̱ν , ἐκδορά stripping off fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοράς — ἐκδορά̱ς , ἐκδορά stripping off fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοραῖς — ἐκδορά stripping off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοραί — ἐκδορά stripping off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδορᾶς — ἐκδορά stripping off fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδορῶν — ἐκδορά stripping off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδαρσις — ἔκδαρσις, η (Μ) εκδορά … Dictionary of Greek
αγκαθιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.547 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στα δεξιά της κοιλάδας του Αλιάκμονα, κοντά στα σύνορα με τον νομό Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίκης. * * * η [αγκάθι] 1. τόπος γεμάτος αγκάθια 2. εκδορά … Dictionary of Greek